- ξελησμονώ
- και ξαλησμονώ, -άω1. λησμονώ, ξεχνώ2. (το παθ.) ξελησμονιέμαιαφαιρούμαι («ξελησμονήθηκα με την κουβέντα και δεν τού τό είπα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + λησμονώ / αλησμονώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαλησμονώ — άω βλ. ξελησμονώ … Dictionary of Greek